ἠθάνιον

ἠθάνιον
ἠθάνιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηθάνιον — ἠθάνιον, το (Α) (κατά τον Ησύχ. «ἠθήνιον ἠθάνιον») υποκορ. τού ηθμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηθ (τού ηθ μός) + άνιον, πιθ. αναλογικώς προς τα τρυπ άν ιον, βοτ άν ιον] …   Dictionary of Greek

  • ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”